Ιστορικά στοιχεία κατασκευών
To ξύλινο ιστιοφόρο καράβι κατασκευάζαν χειροποίητα οι Καραβομαραγκοί ξεκινώντας από το σχεδιασμό του σκαριού, τη διαμόρφωση του σκελετού, το πέτσωμα, το κουβούσι, το τιμόνι, το άλμπουρο, το καλαφάτισμα, και το βάψιμο.
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν ξύλο από πεύκο και πιο σπάνια κυπαρίσσι. Η επιλογή του ξύλου που θα χρησιμοποιούσαν σε κάθε μέρος του σκαριού ήταν πολύ σημαντική, αφού ορισμένα μέρη του πλοίου βρέχονται συνεχώς με αποτέλεσμα να συστέλλεται το ξύλο και άλλα βρίσκονται στον ήλιο και διαστέλλονται. Τα καρφιά ήταν σιδερένια χειροποίητα.
Για την καθέλκυση άλειφαν το κάτω μέρος του πλοίου με λίπος ανακατωμένο με οξύ, για να υπερνικήσουν τις τριβές.
Απαραίτητα εργαλεία ήταν το σκεπάρνι, τα σκαρπέλα, το μπισκί, τα ροκάνια, η ρίνη, η σβούρα, το πριόνι, τα τρυπάνια, σημαδούρες, και το νήμα της στάθμης.
Κατασκευάζονταν τρεις βασικές κατηγορίες ιστιοφόρων καραβιών :
- Πολεμικά ιστιοφόρα,
- Εμπορικά ιστιοφόρα
- Πειρατικά ιστιοφόρα ( ανένταχτα )
Τα εμπορικά μετέφεραν εμπορεύματα, επιβάτες και ζώα, δεν υπήρχε ακόμη ιδιαίτερη κατηγορία αντίστοιχη με το φορτίο όπως σήμερα.
Ο Καπετάνιος εκτελούσε, χρέη ναυτικού πράκτορα, τροφοδότη, και όλες εκείνες τις επιμέρους βοηθητικές ειδικότητες που απαντώνται σήμερα στο ναυτιλιακό κόσμο.
Επίσης η σπουδαιότερη διάκριση που γίνονταν τότε στα ιστιοφόρα, ήταν ανάλογα με τον αριθμό των ορθίων ιστών τους (κατάρτια, ή άρμπουρα) που έφεραν, μη λαμβάνοντας υπόψη τον πρόβολο.
Έτσι αυτά διακρίνονταν σε:
- Μονόστηλα ή μονάρμπουρα όσα έφεραν ένα κατάρτι
- Διΐστια, ή δίστηλα ή δικάταρτα όσα έφεραν δύο κατάρτια
- Τριΐστια, ή τρίστηλα ή τρικάταρτα όσα έφεραν τρία κατάρτια
- Πολυΐστια, ή πολυκάταρτα ή πολυάρμπουρα όσα έφεραν από τέσσερα μέχρι και επτά όρθιους ιστούς, τα οποία συνήθως εκτελούσαν υπερπόντια ναυσιπλοΐα.
Τα μονόστηλα και τα δίστηλα έπαιρναν και άλλες ονομασίες ανάλογα του είδους και του αριθμού των ιστίων τους, αλλά και της γενικότερης εξαρτίας τους.
Ο ανεμόμυλος είναι αιολική μηχανή οριζόντιου άξονα περιστροφής. Χρησιμοποιήθηκε για την άλεση των δημητριακών και την άντληση νερού.
Οι παράγοντες που επηρέαζαν το μυλωνά πού θα έκτιζε το μύλο του μύλο του ήταν τρεις:
-
Ο πρώτος και σημαντικότερος οφειλόταν στον άνεμο. Στην τοποθεσία που θα κτιζόταν ο μύλος θα έπρεπε να πνέουν δυνατοί βοριάδες .Οι βοριάδες είναι άνεμοι πιο σταθεροί από τους νοτιάδες που αλλάζουν συνεχώς ένταση και διεύθυνση.
-
Ο δεύτερος παράγοντας οφειλόταν στην απόσταση του μύλου από την κατοικημένη περιοχή.
-
Ο τρίτος παράγοντας ήταν ότι ο Μυλωνάς, έπρεπε να διασφαλίσει την ιδιοκτησία του οικοπέδου που είχε διαλέξει.
Κοντά σε κάθε μύλο και σε αρκετή ακτίνα γύρω απαγορευόταν η οικοδόμηση γιατί έτσι παρεμποδιζόταν η ομαλή λειτουργία του.
Το ανεμπόδιστο του αέρα από όλα τα μέρη μνημονεύοταν ρητά στις αγοραπωλησίες των ανεμόμυλων.
Κατά κανόνα στεγάζονταν σε κυλινδρικό, πέτρινο, διώροφο κτίριο. Στον κάτω όροφο (κατώι) γινόταν η αποθήκευση των σιτηρών.
Στον επάνω όροφο κάτω από τη σκεπή, βρισκόταν ο άξονας με το σύστημα μετάδοσης, της κίνησης στις μυλόπετρες.Η κάτω μυλόπετρα, ή καταριά ήταν σταθερή ενώ η πάνω, ή παναριά περιστρεφόταν.
Η μετάδοση της κίνησης στην παναριά γινόταν, από το βασιλικό (γρανάζι) μέσω του άξονα. Το κάτω μέρος του βασιλικού, στηριζόταν στο πατάρι του μύλου
Πάνω από τις μυλόπετρες υπήρχε κρεμασμένη από τη σκεπή η ξύλινη σε κυκλικό σχήμα, κοφινίδα. Ο καρπός άδειαζε από την κοφινίδα στο κέντρο της παναριάς και απλωνόταν ανάμεσα στις μυλόπετρες.
Ανάλογα με το πόσο ψιλό αλεύρι ήθελε ο μυλωνάς ανεβοκατέβαζε τη μανιβέλα.
Τα πτερύγιά του ήταν πάνινα, 5-15 μέτρα σε μήκος, και πλάτος το 1/5 του μήκους τους.
Ο ανεμόμυλος μπορούσε να αλέσει 20-70 κιλά σιτηρών την ώρα, ανάλογα με την ένταση και τη φορά του ανέμου.
Ο Φάρος είναι ειδικής κατασκευής κτίσμα που οικοδομείται σε διάφορα σημεία των ακτών ή και επί βραχονησίδων,ως ιδιαίτερο βοηθητικό μέσο στην ασφαλή ναυσιπλοΐα.
Πρόκειται για κτίρια των οποίων οι όγκοι είναι απλά γεωμετρικά σχήματα σε κάτοψη, χωρίς αρχιτεκτονικές υπερβολές και ακαθόριστα μορφολογικά στοιχεία. Ο γεωμετρικής μορφής συμπαγής όγκος τους, τονίζεται στον κατακόρυφο άξονα. Οι καθαρές γραμμές, η αυστηρότητα των όψεων χαρακτηρίζονται από κατασκευαστική λειτουργικότητα και ακρίβεια.
Οι Φάροι, από δομικής άποψης διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες:
-
Στην πρώτη κατατάσσονται όσοι είναι, αυτόνομοι μεμονωμένοι πύργοι συνήθως κυκλικής ή τετραγωνικής διατομής μειούμενη καθ’ ύψος. Εσωτερικά φέρουν λίθινη ή μεταλλική σκάλα που οδηγεί στο ανώτερο τμήμα του Φάρου, ενώ εξωτερικά φέρουν σε διάφορα σημεία μικρά ανοίγματα (παράθυρα). Στο ανώτερο τμήμα υπάρχει μεταλλικό κουβούκλιο με υαλοπίνακες εντός του οποίου προστατεύεται ο μηχανισμός της φλόγας ή της λάμψης που εκπέμπει ο Φάρος.
-
Στη δεύτερη κατατάσσονται όσοι περιβάλλονται ή συνδέονται πλευρικά με άλλα μονόροφα ή σπανιότερα διόροφα κτίρια, τα Φαρόσπιτα. Οι Φάροι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λειτουργικά αυτόνομα κτίρια, αλλά μαζί με τα υπόλοιπα κτίρια αποτελούν ένα ενιαίο δομικό σύνολο. Στα κτίρια αυτά διέμενε ο Φαροφύλακας ο οποίος εκτός του γεγονότος ότι μεριμνούσε για τη λειτουργία του Φάρου, ταυτόχρονα μεριμνούσε και για τη συνεχή συντήρηση ολόκληρου του δομικού συμπλέγματος.
Στο σύνολο των φάρων που βρίσκονται στα παράλια και στα νησιά μας, περίπου το 60% είναι κυκλικού τύπου κατασκευής, 30% τετραγωνικού τύπου και μόλις επτά φάροι είναι πολυγωνικού τύπου.
Οι Φάροι ανάλογα του χαρακτηριστικού τους διακρίνονται σε :
-
Σταθερού φωτός : Εκπέμπουν συνεχές φως και σταθερής έντασης.
-
Αναλάμποντες : Εκπέμπουν περιοδικό ζωηρό φως διάρκειας μικρότερης του σκότους.
-
Διαλείποντες : Εκπέμπουν περιοδικό σταθερό φως διάρκειας μεγαλύτερης ή ίσης του σκότους.
-
Εκλάμποντες : Εκπέμπουν αναλαμπές που υπερβαίνουν τις 60 φορές το λεπτό.
-
Με δέσμη αναλαμπών : Εκπέμπουν περιοδικά ομάδα 2 ή περισσοτέρων αναλαμπών.
-
Με δέσμη διαλείψεων : Εκπέμπουν περιοδικά ομάδα 2 ή περισοτέρων διαλείψεων.
Η εγχάραξη είναι η τέχνη της απεικόνισης διαφόρων μορφών, σε επιφάνεια ξύλου.
Το σχέδιο γινόταν απευθείας στη ξύλινη επιφάνεια. Χρησιμοποιούσαν συνήθως σκληρά ξύλα από βελανιδιά, ελιά, ή μηλιά.
Η εγχάραξη διακρίνεται για τη δυνατότητα αναπαραγωγής ενός έργου σε αντίτυπα. Τυπώνονταν ορισμένα δοκίμια για έλεγχο. Ο αριθμός των αντιτύπων καθοριζόταν από τον τεχνίτη, που τον υποσημειώνει στην επιφάνεια του αντιτύπου, μαζί με τον αύξοντα αριθμό του τυπώματος. Συνήθως τα αριθμούσαν με κλάσμα σε λατινική αρίθμηση, του οποίου ο αριθμητής ήταν ο αύξων αριθμός του τυπώματος και παρονομαστής ο συνολικός αριθμός των αντιτύπων.
Προορισμός της εγχάραξης ήταν η εικονογράφηση κειμένων, και η γραφή - χάραξη, γραμμάτων και αριθμών, προκειμένου μετέπειτα να τυπωθούν.
Η τέχνη της εγχάραξης χρησιμοποιήθηκε για προσηλυτισμό καθώς και για προπαγάνδα των πολιτικών παρατάξεων σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο από τον Μεσαίωνα και μετά.
Η εγχάραξη κάποιου έργου έχει τη μοναδικότητα σε σχέση με τη ζωγραφική & γλυπτική, να γίνεται απόκτημα απλών και αδύναμων οικονομικά, ανθρώπων, πιο πολύ από ένα ζωγραφικό ή γλυπτό έργο.
Η τέχνη της εγχάραξης μπορούσε να διδάσκει, να διασκεδάζει, να δογματίζει, να θλίβει, να φρονηματίζει, να λειτουργεί μορφωτικά, πέρα από την όποια αισθητική του.
Διακρίνουμε τρία βασικά είδη εγχάραξης :
-
Εγχάραξη που προοριζόταν για εικονογράφηση εντύπου, και γραφή - χάραξη γραμμάτων.
-
Εγχάραξη που επαναλάμβανε κάποιο γνωστό ζωγραφικό ή γλυπτό έργο.
-
Ελεύθερη εγχάραξη, προσωπική δημιουργία ενός τεχνίτη.
Τα κύρια και βοηθητικά εργαλεία, που χρησιμοποιούσε ο τεχνίτης στην εγχάραξη ήταν :
-
η μόρσα
-
η ξύλινη ματσόλα
-
το σκαρπέλο
-
η σγρόμπια
-
το λούκι
-
το τρίγωνο
-
η αμμούδα